επιφάνεια

επιφάνεια
η
1. η εξωτερική όψη σώματος, η θέα, η απανωσιά: Η επιφάνεια της θάλασσας.
2. μτφ., η φαινομενική όψη (η επίφαση) σε αντίθεση με την πραγματικότητα: Η επιφάνεια της δικτατορίας κρύβει το τυραννικό της πρόσωπο.
3. (νομ.), δικαίωμα οικοδόμησης σε ξένο κτήμα με πληρωμή ορισμένου ποσού.
4. (μαθ.), σχήμα που παράγεται με την κίνηση μιας οποιασδήποτε γραμμής και που έχει δύο μόνο διαστάσεις, μήκος και πλάτος.
5. φρ., «Bγήκε στην επιφάνεια», κυρίως για κάτι κακό, που ενώ αποκρυβόταν καλά, έγινε συμπτωματικά γνωστό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιφανεία — ἐπιφανείᾱ , ἐπιφάνεια appearance fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανείᾳ — ἐπιφανείᾱͅ , ἐπιφάνεια appearance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφάνεια — appearance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιφάνειᾳ — ἐπιφάνειαι , ἐπιφάνεια appearance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρισματική επιφάνεια — Ονομάζεται έτσι η επιφάνεια, που παράγεται από μία ευθεία (ε), η οποία κινείται, ώστε να συναντά το περίγραμμα ενός πολυγώνου διατηρώντας σταθερή τη διεύθυνσή της. Η τομή μιας π.ε. από επίπεδο είναι πολύγωνο. Το πρίσμα μπορεί να οριστεί ως το… …   Dictionary of Greek

  • αλγεβρική επιφάνεια — Βλ. λ. επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ἐπιφανείας — ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem acc pl ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανείαι — ἐπιφανείᾱͅ , ἐπιφάνεια appearance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Богоявление — (επιφάνεια, τα έπιφάνια, τα θεοφάνια) великий двунадесятый праздник, 6 го января, иначе называется праздником Крещения Господня; так как в этот день Церковь воспоминает Крещение Спасителя от Иоанна в Иордане (Матф. 3, 13 17; Марк 1, 9 11; Лук. 3 …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”